Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infiacchiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infjakkiˈmento]

Εξασθένηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infezione infiacchire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infeudamento (ουσ αρσ )
infeudare (ρ. μτβ.)
infeudarsi (ρ.μ. (αντων.))
infeudazione (θηλ.ουσ)
infezione (θηλ.ουσ)
infiacchimento (ουσ αρσ )
infiacchire (ρ.αμτβ.)
infiacchire (ρ. μτβ.)
infiacchirsi (ρ.μ. (αντων.))
infiacchito (επίθ.)
infialare (ρ. μτβ.)
infialettare (ρ. μτβ.)
infiammabile (επίθ.)
infiammabilità (θηλ.ουσ)
infiammare (ρ. μτβ.)
infiammarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infiammato (επίθ.)
infiammatorio (επίθ.)
infiammazione (θηλ.ουσ)
infiascare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---