Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infiammàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infjamˈmare]

1 πυρπολώ
2 αφορμίζω (για πληγή)
3 ερεθίζω
4 φλέγω
5 διεγείρω
6 καίω
7 εξάπτω
8 βάζω φωτιά
9 αναφλέγω

infiammàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [infjamˈmarsi]

1 ανάβω
2 λαμπαδιάζω
3 ερεθίζομαι
4 αναφλέγομαι
5 αρπάζω φωτιά
6 βγάζω φλόγες
7 φουντώνω
8 παίρνω φωτιά
9 αφορμίζω (για πληγή)
10 φλογίζομαι
11 διεγείρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infiammabilità infiammato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infiacchito (επίθ.)
infialare (ρ. μτβ.)
infialettare (ρ. μτβ.)
infiammabile (επίθ.)
infiammabilità (θηλ.ουσ)
infiammare (ρ. μτβ.)
infiammarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infiammato (επίθ.)
infiammatorio (επίθ.)
infiammazione (θηλ.ουσ)
infiascare (ρ. μτβ.)
infiascatura (θηλ.ουσ)
infibulazione (θηλ.ουσ)
inficiare (ρ. μτβ.)
infido (επίθ.)
infierire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infiggere (ρ. μτβ.)
infiggersi (ρ.μ. (αντων.))
infilacapi (ουσ αρσ )
infilanastri (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---