Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infìdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈfido]

1 δόλιος
2 αναξιόπιστος
3 αμφίβολης αξιοπιστίας
4 ανάξιος εμπιστοσύνης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inficiare infierire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infiammazione (θηλ.ουσ)
infiascare (ρ. μτβ.)
infiascatura (θηλ.ουσ)
infibulazione (θηλ.ουσ)
inficiare (ρ. μτβ.)
infido (επίθ.)
infierire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infiggere (ρ. μτβ.)
infiggersi (ρ.μ. (αντων.))
infilacapi (ουσ αρσ )
infilanastri (ουσ αρσ )
infilare (ρ. μτβ.)
infilarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
infilata (θηλ.ουσ)
infilatura (θηλ.ουσ)
infiltramento (ουσ αρσ )
infiltrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infiltrazione (θηλ.ουσ)
infilzamento (ουσ αρσ )
infilzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---