Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfilàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [infiˈlata] 1 ίσιο πέρασμα 2 σειρά 3 αρμαθιά 4 σάρωση γραμμής μετώπου με το πυροβολικό 5 ορμαθός 6 αράδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |