Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìnfimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈinfimo]

ταπεινός άνθρωπος

ìnfimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈinfimo]

1 ελάχιστος
2 κατώτατος
3 έσχατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infilzatura infine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infilzamento (ουσ αρσ )
infilzare (ρ. μτβ.)
infilzarsi (ρ.μ. (αντων.))
infilzata (θηλ.ουσ)
infilzatura (θηλ.ουσ)
infimo (ουσ αρσ )
infimo (επίθ.)
infine (επίρ.)
infingardaggine (θηλ.ουσ)
infingardamente (επίρ.)
infingardire (ρ.αμτβ.)
infingardire (ρ. μτβ.)
infingardirsi (ρ.μ. (αντων.))
infingardo (ουσ αρσ )
infingardo (επίθ.)
infingersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
infingimento (ουσ αρσ )
infinità (θηλ.ουσ)
infinitamente (επίρ.)
infinitesimale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---