Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infingiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infinʤiˈmento]

1 εξομοίωση
2 προσποίηση
3 υποκρισία
4 προσομοίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infingersi infinità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infingardire (ρ. μτβ.)
infingardirsi (ρ.μ. (αντων.))
infingardo (ουσ αρσ )
infingardo (επίθ.)
infingersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
infingimento (ουσ αρσ )
infinità (θηλ.ουσ)
infinitamente (επίρ.)
infinitesimale (επίθ.)
infinitesimo (ουσ αρσ )
infinitesimo (επίθ.)
infinitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
infinito (ουσ αρσ )
infinito (επίθ.)
infino (επίρ.)
infinocchiare (ρ. μτβ.)
infioccare (ρ. μτβ.)
infiocchettare (ρ. μτβ.)
infiorare (ρ. μτβ.)
infiorarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---