Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infiocchettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infjokketˈtare]

διακοσμώ με φούντες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infioccare infiorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infinito (ουσ αρσ )
infinito (επίθ.)
infino (επίρ.)
infinocchiare (ρ. μτβ.)
infioccare (ρ. μτβ.)
infiocchettare (ρ. μτβ.)
infiorare (ρ. μτβ.)
infiorarsi (ρ.μ. (αντων.))
infiorata (θηλ.ουσ)
infiorato (επίθ.)
infiorescenza (θηλ.ουσ)
infiorettare (ρ. μτβ.)
infiorettato (επίθ.)
infirmare (ρ. μτβ.)
infischiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infisso (ουσ αρσ )
infisso (επίθ.)
infistolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infistolirsi (ρ.μ. (αντων.))
infittire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---