Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infittìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [infitˈtire]

1 πυκνώνομαι
2 συμπιέζω σε τούφα

infittìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infitˈtire]

Πυκνώνω

infittirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infitˈtirsi]

1 πυκνώνομαι
2 συμπιέζω σε τούφα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infistolirsi inflazionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infischiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infisso (ουσ αρσ )
infisso (επίθ.)
infistolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infistolirsi (ρ.μ. (αντων.))
infittire (ρ.αμτβ.)
infittire (ρ. μτβ.)
infittirsi (ρ.μ. (αντων.))
inflazionare (ρ. μτβ.)
inflazione (θηλ.ουσ)
inflazionismo (ουσ αρσ )
inflazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
inflazionistico (επίθ.)
inflessibile (επίθ.)
inflessibilità (θηλ.ουσ)
inflessione (θηλ.ουσ)
inflettere (ρ. μτβ.)
infliggere (ρ. μτβ.)
inflizione (θηλ.ουσ)
influente (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---