Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinflessióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inflesˈsjone] 1 κάμψη 2 κυμάτισμα (φωνής) 3 κλίση (γραμματική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |