Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


influènte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [influˈɛnte]

1 επηρεάζων
2 σημαντικός
3 σημαίνων
4 ο με επιρροή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inflizione influenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inflessibilità (θηλ.ουσ)
inflessione (θηλ.ουσ)
inflettere (ρ. μτβ.)
infliggere (ρ. μτβ.)
inflizione (θηλ.ουσ)
influente (αρσ. επίθ και ουσ)
influenza (θηλ.ουσ)
influenzabile (επίθ.)
influenzale (επίθ.)
influenzare (ρ. μτβ.)
influenzarsi (ρ.μ. (αντων.))
influenzato (επίθ.)
influire (ρ.αμτβ.)
influsso (ουσ αρσ )
infocare (ρ. μτβ.)
infocarsi (ρ.μ. (αντων.))
infocato (επίθ.)
infoderare (ρ. μτβ.)
infognarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infolio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---