Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfluènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [influˈɛntsa] 1 (influsso) η επιρροή 2 medicina η γρίπη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαc'è in giro l'influenza = σέρνεται γρίπη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |