Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


influènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [influˈɛntsa]

1 (influsso) η επιρροή
2 medicina η γρίπη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  influente influenzabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


c'è in giro l'influenza = σέρνεται γρίπη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inflessione (θηλ.ουσ)
inflettere (ρ. μτβ.)
infliggere (ρ. μτβ.)
inflizione (θηλ.ουσ)
influente (αρσ. επίθ και ουσ)
influenza (θηλ.ουσ)
influenzabile (επίθ.)
influenzale (επίθ.)
influenzare (ρ. μτβ.)
influenzarsi (ρ.μ. (αντων.))
influenzato (επίθ.)
influire (ρ.αμτβ.)
influsso (ουσ αρσ )
infocare (ρ. μτβ.)
infocarsi (ρ.μ. (αντων.))
infocato (επίθ.)
infoderare (ρ. μτβ.)
infognarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infolio (ουσ αρσ )
infolio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---