Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


influenzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [influenˈtsare]

επηρεάζω

influenzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [influenˈtsarsi]

κολλώ γρίπη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  influenzale influenzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inflizione (θηλ.ουσ)
influente (αρσ. επίθ και ουσ)
influenza (θηλ.ουσ)
influenzabile (επίθ.)
influenzale (επίθ.)
influenzare (ρ. μτβ.)
influenzarsi (ρ.μ. (αντων.))
influenzato (επίθ.)
influire (ρ.αμτβ.)
influsso (ουσ αρσ )
infocare (ρ. μτβ.)
infocarsi (ρ.μ. (αντων.))
infocato (επίθ.)
infoderare (ρ. μτβ.)
infognarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infolio (ουσ αρσ )
infolio (επίθ.)
infoltire (ρ.αμτβ.)
infoltire (ρ. μτβ.)
infondatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---