Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfoltìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [infolˈtire] 1 χοντραίνω 2 γίνομαι πιο ογκώδης infoltìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [infolˈtire] Πυκνώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |