Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infoltìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [infolˈtire]

1 χοντραίνω
2 γίνομαι πιο ογκώδης

infoltìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infolˈtire]

Πυκνώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infolio infondatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infocato (επίθ.)
infoderare (ρ. μτβ.)
infognarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infolio (ουσ αρσ )
infolio (επίθ.)
infoltire (ρ.αμτβ.)
infoltire (ρ. μτβ.)
infondatezza (θηλ.ουσ)
infondato (επίθ.)
infondere (ρ. μτβ.)
inforcare (ρ. μτβ.)
inforcatura (θηλ.ουσ)
informale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
informalità (θηλ.ουσ)
informare (ρ. μτβ.)
informarsi (ρ.μ. (αντων.))
informatica (θηλ.ουσ)
informatico (αρσ. επίθ και ουσ)
informativo (επίθ.)
informatizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---