Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infóndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈfondere]

1 εμποτίζω
2 εμπνέω
3 διαποτίζω
4 γεμίζω
5 εγχέω
6 ενσταλάζω
7 εμφυσώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infondato inforcare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infolio (επίθ.)
infoltire (ρ.αμτβ.)
infoltire (ρ. μτβ.)
infondatezza (θηλ.ουσ)
infondato (επίθ.)
infondere (ρ. μτβ.)
inforcare (ρ. μτβ.)
inforcatura (θηλ.ουσ)
informale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
informalità (θηλ.ουσ)
informare (ρ. μτβ.)
informarsi (ρ.μ. (αντων.))
informatica (θηλ.ουσ)
informatico (αρσ. επίθ και ουσ)
informativo (επίθ.)
informatizzare (ρ. μτβ.)
informato (επίθ.)
informatore (ουσ αρσ )
informatore (επίθ.)
informazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---