Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inforcatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inforkaˈtura]

1 πιρούνιασμα
2 καβαλίκεμα
3 δίκρανο
4 διχάλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inforcare informale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infoltire (ρ. μτβ.)
infondatezza (θηλ.ουσ)
infondato (επίθ.)
infondere (ρ. μτβ.)
inforcare (ρ. μτβ.)
inforcatura (θηλ.ουσ)
informale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
informalità (θηλ.ουσ)
informare (ρ. μτβ.)
informarsi (ρ.μ. (αντων.))
informatica (θηλ.ουσ)
informatico (αρσ. επίθ και ουσ)
informativo (επίθ.)
informatizzare (ρ. μτβ.)
informato (επίθ.)
informatore (ουσ αρσ )
informatore (επίθ.)
informazione (θηλ.ουσ)
informe (επίθ.)
informicolamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---