Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inflèttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈflɛttere]

κλίνω (γραμματικά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inflessione infliggere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inflazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
inflazionistico (επίθ.)
inflessibile (επίθ.)
inflessibilità (θηλ.ουσ)
inflessione (θηλ.ουσ)
inflettere (ρ. μτβ.)
infliggere (ρ. μτβ.)
inflizione (θηλ.ουσ)
influente (αρσ. επίθ και ουσ)
influenza (θηλ.ουσ)
influenzabile (επίθ.)
influenzale (επίθ.)
influenzare (ρ. μτβ.)
influenzarsi (ρ.μ. (αντων.))
influenzato (επίθ.)
influire (ρ.αμτβ.)
influsso (ουσ αρσ )
infocare (ρ. μτβ.)
infocarsi (ρ.μ. (αντων.))
infocato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---