Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inflazionìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inflattsjoˈnista]

πολιτικός που ακολουθεί πληθωριστική πολιτική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inflazionismo inflazionistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infittire (ρ. μτβ.)
infittirsi (ρ.μ. (αντων.))
inflazionare (ρ. μτβ.)
inflazione (θηλ.ουσ)
inflazionismo (ουσ αρσ )
inflazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
inflazionistico (επίθ.)
inflessibile (επίθ.)
inflessibilità (θηλ.ουσ)
inflessione (θηλ.ουσ)
inflettere (ρ. μτβ.)
infliggere (ρ. μτβ.)
inflizione (θηλ.ουσ)
influente (αρσ. επίθ και ουσ)
influenza (θηλ.ουσ)
influenzabile (επίθ.)
influenzale (επίθ.)
influenzare (ρ. μτβ.)
influenzarsi (ρ.μ. (αντων.))
influenzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---