Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inflazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inflatˈtsjone]

1 πληθωρισμός
2 διόγκωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inflazionare inflazionismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infistolirsi (ρ.μ. (αντων.))
infittire (ρ.αμτβ.)
infittire (ρ. μτβ.)
infittirsi (ρ.μ. (αντων.))
inflazionare (ρ. μτβ.)
inflazione (θηλ.ουσ)
inflazionismo (ουσ αρσ )
inflazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
inflazionistico (επίθ.)
inflessibile (επίθ.)
inflessibilità (θηλ.ουσ)
inflessione (θηλ.ουσ)
inflettere (ρ. μτβ.)
infliggere (ρ. μτβ.)
inflizione (θηλ.ουσ)
influente (αρσ. επίθ και ουσ)
influenza (θηλ.ουσ)
influenzabile (επίθ.)
influenzale (επίθ.)
influenzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---