Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfistolìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [infistoˈlire] 1 σχηματίζω συρίγγιο 2 σχηματίζω έλκος συριγγώδες infistolirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [infistoˈlirsi] 1 σχηματίζω έλκος συριγγώδες 2 σχηματίζω συρίγγιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |