Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inflazionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inflattsjoˈnare]

1 εξογκώνω
2 φουσκώνω
3 διογκώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infittirsi inflazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infistolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infistolirsi (ρ.μ. (αντων.))
infittire (ρ.αμτβ.)
infittire (ρ. μτβ.)
infittirsi (ρ.μ. (αντων.))
inflazionare (ρ. μτβ.)
inflazione (θηλ.ουσ)
inflazionismo (ουσ αρσ )
inflazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
inflazionistico (επίθ.)
inflessibile (επίθ.)
inflessibilità (θηλ.ουσ)
inflessione (θηλ.ουσ)
inflettere (ρ. μτβ.)
infliggere (ρ. μτβ.)
inflizione (θηλ.ουσ)
influente (αρσ. επίθ και ουσ)
influenza (θηλ.ουσ)
influenzabile (επίθ.)
influenzale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---