Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfioràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [infjoˈrato] 1 ανθοστολισμένος 2 ανθηρός 3 λουλουδάτος 4 ανθοστόλιστος 5 λουλουδιασμένος 6 ανθοφόρος 7 περίκομψος 8 ανθόστρωτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |