Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infioràta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [infjoˈrata]

1 στόλισμα με λουλούδια
2 στρώσιμο με άνθη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infiorarsi infiorato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infinocchiare (ρ. μτβ.)
infioccare (ρ. μτβ.)
infiocchettare (ρ. μτβ.)
infiorare (ρ. μτβ.)
infiorarsi (ρ.μ. (αντων.))
infiorata (θηλ.ουσ)
infiorato (επίθ.)
infiorescenza (θηλ.ουσ)
infiorettare (ρ. μτβ.)
infiorettato (επίθ.)
infirmare (ρ. μτβ.)
infischiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infisso (ουσ αρσ )
infisso (επίθ.)
infistolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infistolirsi (ρ.μ. (αντων.))
infittire (ρ.αμτβ.)
infittire (ρ. μτβ.)
infittirsi (ρ.μ. (αντων.))
inflazionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---