Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infioràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infjoˈrare]

1 στολίζω
2 διακοσμώ
3 ραίνω με άνθη
4 στρώνω με άνθη
5 στολίζω με άνθη

infiorarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infjoˈrarsi]

στολίζομαι με άνθη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infiocchettare infiorata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infinito (επίθ.)
infino (επίρ.)
infinocchiare (ρ. μτβ.)
infioccare (ρ. μτβ.)
infiocchettare (ρ. μτβ.)
infiorare (ρ. μτβ.)
infiorarsi (ρ.μ. (αντων.))
infiorata (θηλ.ουσ)
infiorato (επίθ.)
infiorescenza (θηλ.ουσ)
infiorettare (ρ. μτβ.)
infiorettato (επίθ.)
infirmare (ρ. μτβ.)
infischiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infisso (ουσ αρσ )
infisso (επίθ.)
infistolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infistolirsi (ρ.μ. (αντων.))
infittire (ρ.αμτβ.)
infittire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---