Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infinìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infiˈnito]

grammatica το απαρέμφατο

infinìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infiˈnito]

άπειρος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infinitivo infino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infinitamente (επίρ.)
infinitesimale (επίθ.)
infinitesimo (ουσ αρσ )
infinitesimo (επίθ.)
infinitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
infinito (ουσ αρσ )
infinito (επίθ.)
infino (επίρ.)
infinocchiare (ρ. μτβ.)
infioccare (ρ. μτβ.)
infiocchettare (ρ. μτβ.)
infiorare (ρ. μτβ.)
infiorarsi (ρ.μ. (αντων.))
infiorata (θηλ.ουσ)
infiorato (επίθ.)
infiorescenza (θηλ.ουσ)
infiorettare (ρ. μτβ.)
infiorettato (επίθ.)
infirmare (ρ. μτβ.)
infischiarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---