Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infinitèsimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infiniˈtɛzimo]

1 απειροστό
2 απειροελάχιστο

infinitèsimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infiniˈtɛzimo]

1 απειροστός
2 απειροελάχιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infinitesimale infinitivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infingersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
infingimento (ουσ αρσ )
infinità (θηλ.ουσ)
infinitamente (επίρ.)
infinitesimale (επίθ.)
infinitesimo (ουσ αρσ )
infinitesimo (επίθ.)
infinitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
infinito (ουσ αρσ )
infinito (επίθ.)
infino (επίρ.)
infinocchiare (ρ. μτβ.)
infioccare (ρ. μτβ.)
infiocchettare (ρ. μτβ.)
infiorare (ρ. μτβ.)
infiorarsi (ρ.μ. (αντων.))
infiorata (θηλ.ουσ)
infiorato (επίθ.)
infiorescenza (θηλ.ουσ)
infiorettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---