Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfinità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [infiniˈta] 1 απεραντοσύνη 2 άπειρο (μαθηματικά) 3 τρομακτικός αριθμός 4 άπειρο (το) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |