Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infingardìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [infingarˈdire]

1 τεμπελιάζω
2 ραχατεύω
3 κοπροσκυλιάζω
4 φυγοπονώ
5 ρεμπελεύω
6 οκνεύω

infingardìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infingarˈdire]

κάνω τεμπέλη

infingardirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infingarˈdirsi]

1 κοπροσκυλιάζω
2 ρεμπελεύω
3 φυγοπονώ
4 τεμπελιάζω
5 οκνεύω
6 ραχατεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infingardamente infingardo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infimo (ουσ αρσ )
infimo (επίθ.)
infine (επίρ.)
infingardaggine (θηλ.ουσ)
infingardamente (επίρ.)
infingardire (ρ.αμτβ.)
infingardire (ρ. μτβ.)
infingardirsi (ρ.μ. (αντων.))
infingardo (ουσ αρσ )
infingardo (επίθ.)
infingersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
infingimento (ουσ αρσ )
infinità (θηλ.ουσ)
infinitamente (επίρ.)
infinitesimale (επίθ.)
infinitesimo (ουσ αρσ )
infinitesimo (επίθ.)
infinitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
infinito (ουσ αρσ )
infinito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---