Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfilzaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [infiltsaˈmento] 1 άνοιγμα τρύπας 2 τρυπάνισμα 3 τριβέλισμα 4 τρύπημα 5 σούβλισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |