Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infiltràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [infilˈtrarsi]

1 φιλτράρομαι
2 διυλίζομαι
3 διεισδύω (για ιδέες)
4 σταλάζω
5 χώνομαι
6 διηθούμαι
7 έρπω
8 παρεισφρύω
9 εισχωρώ (για στρατό)
10 στάζω
11 προχωρώ σιγά και με δυσκολία
12 γλιστρώ σαν σκουλήκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infiltramento infiltrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infilare (ρ. μτβ.)
infilarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
infilata (θηλ.ουσ)
infilatura (θηλ.ουσ)
infiltramento (ουσ αρσ )
infiltrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infiltrazione (θηλ.ουσ)
infilzamento (ουσ αρσ )
infilzare (ρ. μτβ.)
infilzarsi (ρ.μ. (αντων.))
infilzata (θηλ.ουσ)
infilzatura (θηλ.ουσ)
infimo (ουσ αρσ )
infimo (επίθ.)
infine (επίρ.)
infingardaggine (θηλ.ουσ)
infingardamente (επίρ.)
infingardire (ρ.αμτβ.)
infingardire (ρ. μτβ.)
infingardirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---