Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infìggere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈfidʤere]

1 ενσφηνώνω
2 αποτυπώνω
3 χώνω
4 εξωθώ
5 εντυπώνω
6 μπήζω
7 μπήγω

infiggersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inˈfidʤersi]

1 διεισδύω
2 χώνομαι (βαθιά)
3 χώνομαι
4 εισχωρώ
5 μπαίνω βαθιά
6 εντυπώνομαι
7 πέφτω
8 αποτυπώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infierire infilacapi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infiascatura (θηλ.ουσ)
infibulazione (θηλ.ουσ)
inficiare (ρ. μτβ.)
infido (επίθ.)
infierire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infiggere (ρ. μτβ.)
infiggersi (ρ.μ. (αντων.))
infilacapi (ουσ αρσ )
infilanastri (ουσ αρσ )
infilare (ρ. μτβ.)
infilarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
infilata (θηλ.ουσ)
infilatura (θηλ.ουσ)
infiltramento (ουσ αρσ )
infiltrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infiltrazione (θηλ.ουσ)
infilzamento (ουσ αρσ )
infilzare (ρ. μτβ.)
infilzarsi (ρ.μ. (αντων.))
infilzata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---