Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infiammàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infjamˈmabile]

εύφλεκτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infialettare infiammabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infiacchire (ρ. μτβ.)
infiacchirsi (ρ.μ. (αντων.))
infiacchito (επίθ.)
infialare (ρ. μτβ.)
infialettare (ρ. μτβ.)
infiammabile (επίθ.)
infiammabilità (θηλ.ουσ)
infiammare (ρ. μτβ.)
infiammarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infiammato (επίθ.)
infiammatorio (επίθ.)
infiammazione (θηλ.ουσ)
infiascare (ρ. μτβ.)
infiascatura (θηλ.ουσ)
infibulazione (θηλ.ουσ)
inficiare (ρ. μτβ.)
infido (επίθ.)
infierire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infiggere (ρ. μτβ.)
infiggersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---