Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infettatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [infettaˈtore]

1 διαφθορέας
2 αυτός που μολύνει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infettarsi infettivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infestare (ρ. μτβ.)
infestazione (θηλ.ουσ)
infesto (επίθ.)
infettare (ρ. μτβ.)
infettarsi (ρ.μ. (αντων.))
infettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
infettivo (επίθ.)
infetto (επίθ.)
infeudamento (ουσ αρσ )
infeudare (ρ. μτβ.)
infeudarsi (ρ.μ. (αντων.))
infeudazione (θηλ.ουσ)
infezione (θηλ.ουσ)
infiacchimento (ουσ αρσ )
infiacchire (ρ.αμτβ.)
infiacchire (ρ. μτβ.)
infiacchirsi (ρ.μ. (αντων.))
infiacchito (επίθ.)
infialare (ρ. μτβ.)
infialettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---