Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfestazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [infestatˈtsjone] 1 προσβολή (φυτών από έντομα) 2 μόλυνση 3 ρύπανση 4 μίανση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |