Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfervoràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [infervoˈrato] 1 εξημμένος 2 συνεπαρμένος 3 διεγερμένος 4 ενθουσιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |