Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfestaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [infestaˈmento] 1 προσβολή (φυτών από έντομα) 2 μόλυνση 3 παρασιτισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |