Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infervoraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infervoraˈmento]

1 διέγερση
2 έξαψη
3 ζέση
4 ενθουσιασμός
5 ζήλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infertilire infervorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inferocire (ρ.αμτβ.)
inferocire (ρ. μτβ.)
inferocirsi (ρ.μ. (αντων.))
inferriata (θηλ.ουσ)
infertilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infervoramento (ουσ αρσ )
infervorare (ρ. μτβ.)
infervorarsi (ρ.μ. (αντων.))
infervorato (επίθ.)
infestamento (ουσ αρσ )
infestante (επίθ.)
infestare (ρ. μτβ.)
infestazione (θηλ.ουσ)
infesto (επίθ.)
infettare (ρ. μτβ.)
infettarsi (ρ.μ. (αντων.))
infettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
infettivo (επίθ.)
infetto (επίθ.)
infeudamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---