Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfervoraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [infervoraˈmento] 1 διέγερση 2 έξαψη 3 ζέση 4 ενθουσιασμός 5 ζήλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |