Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inferocìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inferoˈʧire]

1 φρενιάζω
2 μανιάζω

inferocìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inferoˈʧire]

κάνω κάποιον μανιώδη

inferocirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inferoˈʧirsi]

1 μανιάζω
2 αγριεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inferno inferriata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infermità (θηλ.ουσ)
infermo (ουσ αρσ )
infermo (επίθ.)
infernale (επίθ.)
inferno (ουσ αρσ )
inferocire (ρ.αμτβ.)
inferocire (ρ. μτβ.)
inferocirsi (ρ.μ. (αντων.))
inferriata (θηλ.ουσ)
infertilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infervoramento (ουσ αρσ )
infervorare (ρ. μτβ.)
infervorarsi (ρ.μ. (αντων.))
infervorato (επίθ.)
infestamento (ουσ αρσ )
infestante (επίθ.)
infestare (ρ. μτβ.)
infestazione (θηλ.ουσ)
infesto (επίθ.)
infettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---