Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinferocìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [inferoˈʧire] 1 φρενιάζω 2 μανιάζω inferocìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inferoˈʧire] κάνω κάποιον μανιώδη inferocirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inferoˈʧirsi] 1 μανιάζω 2 αγριεύω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |