Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infermità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [infermiˈta]

1 αναπηρία
2 αρρώστια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infermieristico infermo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inferitura (θηλ.ουσ)
infermeria (θηλ.ουσ)
infermiera (θηλ.ουσ)
infermiere (ουσ αρσ )
infermieristico (επίθ.)
infermità (θηλ.ουσ)
infermo (ουσ αρσ )
infermo (επίθ.)
infernale (επίθ.)
inferno (ουσ αρσ )
inferocire (ρ.αμτβ.)
inferocire (ρ. μτβ.)
inferocirsi (ρ.μ. (αντων.))
inferriata (θηλ.ουσ)
infertilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infervoramento (ουσ αρσ )
infervorare (ρ. μτβ.)
infervorarsi (ρ.μ. (αντων.))
infervorato (επίθ.)
infestamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---