Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinférmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈfermo] 1 άρρωστος 2 ασθενής inférmo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈfermo] 1 ασθενικός 2 καταβεβλημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |