Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inferriàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inferˈrjata]

το κάγκελο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inferocirsi infertilire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infernale (επίθ.)
inferno (ουσ αρσ )
inferocire (ρ.αμτβ.)
inferocire (ρ. μτβ.)
inferocirsi (ρ.μ. (αντων.))
inferriata (θηλ.ουσ)
infertilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infervoramento (ουσ αρσ )
infervorare (ρ. μτβ.)
infervorarsi (ρ.μ. (αντων.))
infervorato (επίθ.)
infestamento (ουσ αρσ )
infestante (επίθ.)
infestare (ρ. μτβ.)
infestazione (θηλ.ουσ)
infesto (επίθ.)
infettare (ρ. μτβ.)
infettarsi (ρ.μ. (αντων.))
infettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
infettivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---