Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immersióne (θηλ.ουσ) immisuràbile (επίθ.)
immersìvo (επίθ.) immìte (επίθ.)
immèrso (επίθ.) immòbile (ουσ αρσ )
imméttere (ρ. μτβ. και αμετβ.) immòbile (επίθ.)
immettersi (ρ.μ. (αντων.)) immobiliàre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immezzìre (ρ.αμτβ.) immobilìsmo (ουσ αρσ )
immigrànte (ουσ αρσ και θηλ.) immobilìstico (επίθ.)
immigrànte (επίθ.) immobilità (θηλ.ουσ)
immigràre (ρ.αμτβ.) immobilitàre (ρ. μτβ.)
immigràto (ουσ αρσ ) immobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
immigràto (επίθ.) immobilizzàre (ρ. μτβ.)
immigratòrio (επίθ.) immobilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
immigrazióne (θηλ.ουσ) immobilizzàto (επίθ.)
imminènte (επίθ.) immobilizzazióne (θηλ.ουσ)
imminènza (θηλ.ουσ) immobilìzzo (ουσ αρσ )
immischiàre (ρ. μτβ.) immoderataménte (επίρ.)
immischiarsi (ρ.μ. (αντων.)) immoderatézza (θηλ.ουσ)
immiscìbile (επίθ.) immoderàto (επίθ.)
immiseriménto (ουσ αρσ ) immodèstia (θηλ.ουσ)
immiserìre (ρ.αμτβ.) immodèsto (επίθ.)
immiserìre (ρ. μτβ.) immolàre (ρ. μτβ.)
immiserirsi (ρ.μ. (αντων.)) immolarsi (ρ.μ. (αντων.))
immissàrio (ουσ αρσ ) immolatóre (ουσ αρσ )
immissióne (θηλ.ουσ) immolazióne (θηλ.ουσ)
immistióne (θηλ.ουσ) immollaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: