Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimmistióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [immisˈtjone] 1 παρέμβαση 2 παρεμβολή 3 ανάμειξη 4 επέμβαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |