Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immìte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈmite]

1 σκληρός
2 συμπαγής
3 σταθερός
4 αμείλικτος
5 άσπλαχνος
6 ανηλεής
7 ανελέητος
8 ανυποχώρητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immisurabile immobile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immiserirsi (ρ.μ. (αντων.))
immissario (ουσ αρσ )
immissione (θηλ.ουσ)
immistione (θηλ.ουσ)
immisurabile (επίθ.)
immite (επίθ.)
immobile (ουσ αρσ )
immobile (επίθ.)
immobiliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immobilismo (ουσ αρσ )
immobilistico (επίθ.)
immobilità (θηλ.ουσ)
immobilitare (ρ. μτβ.)
immobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
immobilizzare (ρ. μτβ.)
immobilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
immobilizzato (επίθ.)
immobilizzazione (θηλ.ουσ)
immobilizzo (ουσ αρσ )
immoderatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---