ItalianoGreco


immobiliàre  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [immobiˈljare]

ακίνητος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


agente [αρσ. και θηλ.] immobiliare = ο μεσίτης || agenzia [θηλ.] immobiliare = το μεσητικό γραφείο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---