Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immodèstia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [immoˈdɛstja]

1 αναίδεια
2 αφιλοτιμία
3 κενοδοξία
4 ματαιοδοξία
5 έλλειψη μετριοφροσύνης
6 γαὶδουριά
7 απρέπεια
8 ματαιοφροσύνη
9 έλλειψη σεμνότητας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immoderato immodesto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immobilizzazione (θηλ.ουσ)
immobilizzo (ουσ αρσ )
immoderatamente (επίρ.)
immoderatezza (θηλ.ουσ)
immoderato (επίθ.)
immodestia (θηλ.ουσ)
immodesto (επίθ.)
immolare (ρ. μτβ.)
immolarsi (ρ.μ. (αντων.))
immolatore (ουσ αρσ )
immolazione (θηλ.ουσ)
immollamento (ουσ αρσ )
immollare (ρ. μτβ.)
immollarsi (ρ.μ. (αντων.))
immondezza (θηλ.ουσ)
immondezzaio (ουσ αρσ )
immondizia (θηλ.ουσ)
immondo (επίθ.)
immorale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immoralismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---