Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimmollaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [immollaˈmento] 1 μούλιασμα 2 εμποτισμός 3 διαβροχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |