Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immoralìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [immoraˈlizmo]

ανηθικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immorale immoralità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immondezza (θηλ.ουσ)
immondezzaio (ουσ αρσ )
immondizia (θηλ.ουσ)
immondo (επίθ.)
immorale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immoralismo (ουσ αρσ )
immoralità (θηλ.ουσ)
immorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immorsare (ρ. μτβ.)
immorsatura (θηλ.ουσ)
immortalare (ρ. μτβ.)
immortalarsi (ρ.μ. (αντων.))
immortale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immortalità (θηλ.ουσ)
immotivato (επίθ.)
immoto (επίθ.)
immucidire (ρ.αμτβ.)
immune (επίθ.)
immunità (θηλ.ουσ)
immunitario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---