Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immortàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [immorˈtale]

1 απέθαντος
2 άφθαρτος
3 παντοτινός
4 ανεξάλειπτος
5 αέναος
6 αθάνατος
7 αιώνιος
8 ακατάλυτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immortalarsi immortalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immorsare (ρ. μτβ.)
immorsatura (θηλ.ουσ)
immortalare (ρ. μτβ.)
immortalarsi (ρ.μ. (αντων.))
immortale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immortalità (θηλ.ουσ)
immotivato (επίθ.)
immoto (επίθ.)
immucidire (ρ.αμτβ.)
immune (επίθ.)
immunità (θηλ.ουσ)
immunitario (επίθ.)
immunizzante (επίθ.)
immunizzare (ρ. μτβ.)
immunizzazione (θηλ.ουσ)
immunologia (θηλ.ουσ)
immunologico (επίθ.)
immunologo (ουσ αρσ )
immunoreattivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---