Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immòto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈmɔto]

1 ακίνητος
2 ασάλευτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immotivato immucidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immortalare (ρ. μτβ.)
immortalarsi (ρ.μ. (αντων.))
immortale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immortalità (θηλ.ουσ)
immotivato (επίθ.)
immoto (επίθ.)
immucidire (ρ.αμτβ.)
immune (επίθ.)
immunità (θηλ.ουσ)
immunitario (επίθ.)
immunizzante (επίθ.)
immunizzare (ρ. μτβ.)
immunizzazione (θηλ.ουσ)
immunologia (θηλ.ουσ)
immunologico (επίθ.)
immunologo (ουσ αρσ )
immunoreattivo (επίθ.)
immunoterapeutico (επίθ.)
immunoterapia (θηλ.ουσ)
immunsiero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---