Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immunoterapìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [im,munoteraˈpia]

ανοσοθεραπεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immunoterapeutico immunsiero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immunologia (θηλ.ουσ)
immunologico (επίθ.)
immunologo (ουσ αρσ )
immunoreattivo (επίθ.)
immunoterapeutico (επίθ.)
immunoterapia (θηλ.ουσ)
immunsiero (ουσ αρσ )
immusonirsi (ρ. μ. αμτβ.)
immusonito (επίθ.)
immutabile (επίθ.)
immutabilità (θηλ.ουσ)
immutabilmente (επίρ.)
immutato (επίθ.)
immutazione (θηλ.ουσ)
imo (ουσ αρσ )
imo (επίθ.)
imoscapo (ουσ αρσ )
impaccaggio (ουσ αρσ )
impaccare (ρ. μτβ.)
impaccatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---